- κραδιαίος
- (I)κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) [κραδία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).————————(II)κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) [κράδη]κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.